Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαβούλοι
διαβουνίν
διαβραβεύω
διάβραγχος
διάβρεγμα
διαβρεκτέον
διάβρεξις
διαβρεχής
διαβρέχω
διαβρίθει
διαβριμάομαι
διαβροχή
διαβροχισμός
διάβροχος
διάβρωμα
διάβρωσις
διαβρωτικός
διαβυνέω
διαβύσσει
διαβύω
διαγαληνίζω
View word page
διαβριμάομαι
διαβρῑμάομαι, strengthd. for βριμάομαι, Them. Or. 21.261c .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαβριμάομαι
Headword (normalized):
διαβριμάομαι
Headword (normalized/stripped):
διαβριμαομαι
IDX:
24590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24591
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαβρῑμάομαι</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">βριμάομαι,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2001.tlg021:261c" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2001.tlg021:261c/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Them.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Or.</span> 21.261c </a>.</div><br><br>'}