Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαβούλιον
διαβούλοι
διαβουνίν
διαβραβεύω
διάβραγχος
διάβρεγμα
διαβρεκτέον
διάβρεξις
διαβρεχής
διαβρέχω
διαβρίθει
διαβριμάομαι
διαβροχή
διαβροχισμός
διάβροχος
διάβρωμα
διάβρωσις
διαβρωτικός
διαβυνέω
διαβύσσει
διαβύω
View word page
διαβρίθει
διαβρίθει· βαρύνει, Hsch., and διαβρῑθής· ἰσχυρός, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαβρίθει
Headword (normalized):
διαβρίθει
Headword (normalized/stripped):
διαβριθει
IDX:
24589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24590
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαβρίθει·</span> <span class="foreign greek">βαρύνει,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>, and <span class="orth greek">διαβρῑθής·</span> <span class="foreign greek">ἰσχυρός,</span> Id.</div><br><br>'}