Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαβουλευείρ
διαβουλεύω
διαβουλία
διαβούλιον
διαβούλοι
διαβουνίν
διαβραβεύω
διάβραγχος
διάβρεγμα
διαβρεκτέον
διάβρεξις
διαβρεχής
διαβρέχω
διαβρίθει
διαβριμάομαι
διαβροχή
διαβροχισμός
διάβροχος
διάβρωμα
διάβρωσις
διαβρωτικός
View word page
διάβρεξις
διά-βρεξις, εως, ,
A). soaking, Erot. s.v. τέγξις.


ShortDef

soaking

Debugging

Headword:
διάβρεξις
Headword (normalized):
διάβρεξις
Headword (normalized/stripped):
διαβρεξις
IDX:
24586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24587
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διά-βρεξις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">soaking,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Erot.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">τέγξις.</span> </div> </div><br><br>'}