Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαβουκολέω
διαβουλευείρ
διαβουλεύω
διαβουλία
διαβούλιον
διαβούλοι
διαβουνίν
διαβραβεύω
διάβραγχος
διάβρεγμα
διαβρεκτέον
διάβρεξις
διαβρεχής
διαβρέχω
διαβρίθει
διαβριμάομαι
διαβροχή
διαβροχισμός
διάβροχος
διάβρωμα
διάβρωσις
View word page
διαβρεκτέον
δια-βρεκτέον
,
A).
one must macerate,
τυρὸν ὠμῇ λύσει
Gp.
18.19.9
.
ShortDef
one must macerate
Debugging
Headword:
διαβρεκτέον
Headword (normalized):
διαβρεκτέον
Headword (normalized/stripped):
διαβρεκτεον
IDX:
24585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24586
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-βρεκτέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must macerate,</span> <span class="quote greek">τυρὸν ὠμῇ λύσει</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 18.19.9 </span> .</div> </div><br><br>'}