Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαβόρειος
διαβόρος
διαβόσκω
διαβοστρυχόομαι
διαβουκολέω
διαβουλευείρ
διαβουλεύω
διαβουλία
διαβούλιον
διαβούλοι
διαβουνίν
διαβραβεύω
διάβραγχος
διάβρεγμα
διαβρεκτέον
διάβρεξις
διαβρεχής
διαβρέχω
διαβρίθει
διαβριμάομαι
διαβροχή
View word page
διαβουνίν
διαβουνίν
,
A).
sweetmeat eaten at dessert,
Hsch.
ShortDef
sweetmeat eaten at dessert
Debugging
Headword:
διαβουνίν
Headword (normalized):
διαβουνίν
Headword (normalized/stripped):
διαβουνιν
IDX:
24581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24582
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαβουνίν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sweetmeat eaten at dessert,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}