Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαβορβορύζω
διαβόρειος
διαβόρος
διαβόσκω
διαβοστρυχόομαι
διαβουκολέω
διαβουλευείρ
διαβουλεύω
διαβουλία
διαβούλιον
διαβούλοι
διαβουνίν
διαβραβεύω
διάβραγχος
διάβρεγμα
διαβρεκτέον
διάβρεξις
διαβρεχής
διαβρέχω
διαβρίθει
διαβριμάομαι
View word page
διαβούλοι
διαβούλ-οι· διπλοῖ, δίβουλοι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαβούλοι
Headword (normalized):
διαβούλοι
Headword (normalized/stripped):
διαβουλοι
IDX:
24580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24581
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαβούλ-οι·</span> <span class="foreign greek">διπλοῖ, δίβουλοι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}