Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαβολή
διαβολία
διαβολικός
διάβολος
διαβορβορύζω
διαβόρειος
διαβόρος
διαβόσκω
διαβοστρυχόομαι
διαβουκολέω
διαβουλευείρ
διαβουλεύω
διαβουλία
διαβούλιον
διαβούλοι
διαβουνίν
διαβραβεύω
διάβραγχος
διάβρεγμα
διαβρεκτέον
διάβρεξις
View word page
διαβουλευείρ
διαβουλ-ευείρ·
ὁ ἐν τοῖς ἱστοῖς πρόβολος
( Lacon.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διαβουλευείρ
Headword (normalized):
διαβουλευείρ
Headword (normalized/stripped):
διαβουλευειρ
IDX:
24576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24577
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαβουλ-ευείρ·</span> <span class="foreign greek">ὁ ἐν τοῖς ἱστοῖς πρόβολος</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}