Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαβόησις
διαβόητος
διαβολή
διαβολία
διαβολικός
διάβολος
διαβορβορύζω
διαβόρειος
διαβόρος
διαβόσκω
διαβοστρυχόομαι
διαβουκολέω
διαβουλευείρ
διαβουλεύω
διαβουλία
διαβούλιον
διαβούλοι
διαβουνίν
διαβραβεύω
διάβραγχος
διάβρεγμα
View word page
διαβοστρυχόομαι
διαβοστρῠχόομαι, Pass.,
A). to be curled, διαβεβοστρυχωμένος Archil. 162 .


ShortDef

to be curled

Debugging

Headword:
διαβοστρυχόομαι
Headword (normalized):
διαβοστρυχόομαι
Headword (normalized/stripped):
διαβοστρυχοομαι
IDX:
24574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24575
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαβοστρῠχόομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be curled,</span> <span class="quote greek">διαβεβοστρυχωμένος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0232.tlg001:162" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0232.tlg001:162/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Archil.</span> 162 </a> .</div> </div><br><br>'}