Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαβλητικός
διαβλήτωρ
διαβλύζω
διαβοάω
διαβόησις
διαβόητος
διαβολή
διαβολία
διαβολικός
διάβολος
διαβορβορύζω
διαβόρειος
διαβόρος
διαβόσκω
διαβοστρυχόομαι
διαβουκολέω
διαβουλευείρ
διαβουλεύω
διαβουλία
διαβούλιον
διαβούλοι
View word page
διαβορβορύζω
διαβορβορύζω, strengthd. for βορβορύζω, Hp. Aph. 4.73 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαβορβορύζω
Headword (normalized):
διαβορβορύζω
Headword (normalized/stripped):
διαβορβορυζω
IDX:
24570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24571
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαβορβορύζω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">βορβορύζω,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg012.perseus-grc1:4:73" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg012.perseus-grc1:4.73/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Aph.</span> 4.73 </a>.</div><br><br>'}