Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαβιβάσκω
διαβιβασμός
διαβιβαστικός
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβιώσκω
διαβιωτέον
διαβλαστάνω
διαβλάστησις
διαβλέπω
διάβλημα
διαβλητικός
διαβλήτωρ
διαβλύζω
διαβοάω
διαβόησις
διαβόητος
διαβολή
διαβολία
διαβολικός
διάβολος
View word page
διάβλημα
διά-βλημα
,
ατος
,
τό
,
A).
strap passing through
a shoe-buckle,
Lyd.
Mag.
2.13
.
ShortDef
strap passing through
Debugging
Headword:
διάβλημα
Headword (normalized):
διάβλημα
Headword (normalized/stripped):
διαβλημα
IDX:
24559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24560
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διά-βλημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">strap passing through</span> a shoe-buckle, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyd.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mag.</span> 2.13 </span>.</div> </div><br><br>'}