Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαβήτης
διαβητίζομαι
διαβήτινος
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβάσκω
διαβιβασμός
διαβιβαστικός
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβιώσκω
διαβιωτέον
διαβλαστάνω
διαβλάστησις
διαβλέπω
διάβλημα
διαβλητικός
διαβλήτωρ
διαβλύζω
διαβοάω
διαβόησις
View word page
διαβιώσκω
διαβῐ-ώσκω, = foreg. 2 , Agath. Praef.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαβιώσκω
Headword (normalized):
διαβιώσκω
Headword (normalized/stripped):
διαβιωσκω
IDX:
24554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24555
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαβῐ-ώσκω</span>, = foreg. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg008:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg008:2/canonical-url/"> 2 </a>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Agath.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Praef.</span> </span> </div><br><br>'}