Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαβατός
διαβεβαιόω
διαβεβαίωσις
διαβεβαιωτικός
διαβέτης
διάβημα
διαβηματίζω
διαβησείω
διαβήτης
διαβητίζομαι
διαβήτινος
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβάσκω
διαβιβασμός
διαβιβαστικός
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβιώσκω
διαβιωτέον
διαβλαστάνω
View word page
διαβήτινος
δια-βήτινος, η, ον,
A). made by rule, ἐκτομάς Stud.Pal. 20.211.9 (v/vi A. D.).


ShortDef

made by rule

Debugging

Headword:
διαβήτινος
Headword (normalized):
διαβήτινος
Headword (normalized/stripped):
διαβητινος
IDX:
24546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24547
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-βήτινος</span>, <span class="itype greek">η</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">made by rule,</span> <span class="quote greek">ἐκτομάς</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Stud.Pal.</span> 20.211.9 </span> (v/vi A. D.).</div> </div><br><br>'}