Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαβατικός
διαβατός
διαβεβαιόω
διαβεβαίωσις
διαβεβαιωτικός
διαβέτης
διάβημα
διαβηματίζω
διαβησείω
διαβήτης
διαβητίζομαι
διαβήτινος
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβάσκω
διαβιβασμός
διαβιβαστικός
διαβιβρώσκω
διαβιόω
διαβιώσκω
διαβιωτέον
View word page
διαβητίζομαι
δια-βητίζομαι, Med.,
A). make straight by rule, IG 7.3073.186 (Lebad.).


ShortDef

make straight by rule

Debugging

Headword:
διαβητίζομαι
Headword (normalized):
διαβητίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαβητιζομαι
IDX:
24545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24546
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-βητίζομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">make straight by rule,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 7.3073.186 </span> (Lebad.).</div> </div><br><br>'}