Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαβατήρια
διαβάτης
διαβατικός
διαβατός
διαβεβαιόω
διαβεβαίωσις
διαβεβαιωτικός
διαβέτης
διάβημα
διαβηματίζω
διαβησείω
διαβήτης
διαβητίζομαι
διαβήτινος
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβάσκω
διαβιβασμός
διαβιβαστικός
διαβιβρώσκω
διαβιόω
View word page
διαβησείω
δια-βησείω, later form,
A). = -βᾰσείω , Agath. 2.4 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαβησείω
Headword (normalized):
διαβησείω
Headword (normalized/stripped):
διαβησειω
IDX:
24543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24544
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-βησείω</span>, later form, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">-βᾰσείω</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4024.tlg001:2:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4024.tlg001:2.4/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Agath.</span> 2.4 </a>.</div> </div><br><br>'}