Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαβατέος
διαβατήρια
διαβάτης
διαβατικός
διαβατός
διαβεβαιόω
διαβεβαίωσις
διαβεβαιωτικός
διαβέτης
διάβημα
διαβηματίζω
διαβησείω
διαβήτης
διαβητίζομαι
διαβήτινος
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβάσκω
διαβιβασμός
διαβιβαστικός
διαβιβρώσκω
View word page
διαβηματίζω
δια-βημᾰτίζω,
A). step out, pace out, Aq. 2 Ki. 6.13 .


ShortDef

step out, pace out

Debugging

Headword:
διαβηματίζω
Headword (normalized):
διαβηματίζω
Headword (normalized/stripped):
διαβηματιζω
IDX:
24542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24543
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-βημᾰτίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">step out, pace out,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">2 Ki.</span> 6.13 </span>.</div> </div><br><br>'}