Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαβασταγμός
διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβάτης
διαβατικός
διαβατός
διαβεβαιόω
διαβεβαίωσις
διαβεβαιωτικός
διαβέτης
διάβημα
διαβηματίζω
διαβησείω
διαβήτης
διαβητίζομαι
διαβήτινος
διαβιάζομαι
διαβιβάζω
διαβιβάσκω
διαβιβασμός
View word page
διαβέτης
διαβέτης
,
εος
,
ὁ
, (perh. for
δια-vέτης,
cf.
ἔτης
) title of
A).
official
at Sparta,
IG
5(1).32
A
2
,al.
ShortDef
official
Debugging
Headword:
διαβέτης
Headword (normalized):
διαβέτης
Headword (normalized/stripped):
διαβετης
IDX:
24540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24541
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαβέτης</span>, <span class="itype greek">εος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, (perh. for <span class="foreign greek">δια-vέτης,</span> cf. <span class="foreign greek">ἔτης</span>) title of <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">official</span> at Sparta, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 5(1).32 </span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">A</span> 2 </span>,al.</div> </div><br><br>'}