Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάβαθρον
διαβαίνω
διαβάλλω
διαβαπτίζομαι
διάβαρος
διαβασανίζω
διαβασείω
διαβασιλίζομαι
διάβασις
διαβάσκω
διαβασταγμός
διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβάτης
διαβατικός
διαβατός
διαβεβαιόω
διαβεβαίωσις
διαβεβαιωτικός
διαβέτης
View word page
διαβασταγμός
διαβαστ-αγμός·
A). cunctatio, Gloss.


ShortDef

cunctatio

Debugging

Headword:
διαβασταγμός
Headword (normalized):
διαβασταγμός
Headword (normalized/stripped):
διαβασταγμος
IDX:
24530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24531
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαβαστ-αγμός·</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cunctatio,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}