Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διά
Δῖα
διαβαδίζω
διαβάθρα
διάβαθρον
διαβαίνω
διαβάλλω
διαβαπτίζομαι
διάβαρος
διαβασανίζω
διαβασείω
διαβασιλίζομαι
διάβασις
διαβάσκω
διαβασταγμός
διαβαστάζω
διαβατέος
διαβατήρια
διαβάτης
διαβατικός
διαβατός
View word page
διαβασείω
διαβᾰσείω, Desiderat. of διαβαίνω, D.C. 40.32 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαβασείω
Headword (normalized):
διαβασείω
Headword (normalized/stripped):
διαβασειω
IDX:
24526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24527
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαβᾰσείω</span>, Desiderat. of <span class="foreign greek">διαβαίνω,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:40:32" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:40.32/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.C.</span> 40.32 </a>.</div><br><br>'}