Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δηριάομαι
δῆρις
δηρίττειν
δηρίφατος
δηρόβιος
δηρός
δηρότη<ς>
δησάσκετο
δῆτα
δητός
δητός
δητταί
δηὖτε
δήω1
δήω2
Δηώ
δῄω
δήωσις
Δί
διά
Δῖα
View word page
δητός
δητός (B): ὕστερος, Hsch.


ShortDef

bundle
[lexical cite]

Debugging

Headword:
δητός
Headword (normalized):
δητός
Headword (normalized/stripped):
δητος
IDX:
24507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24508
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δητός</span> (B): <span class="foreign greek">ὕστερος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}