Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δήπουθεν
δηράς
δήρη
[δηρ]ιάζομαι
δηριάομαι
δῆρις
δηρίττειν
δηρίφατος
δηρόβιος
δηρός
δηρότη<ς>
δησάσκετο
δῆτα
δητός
δητός
δητταί
δηὖτε
δήω1
δήω2
Δηώ
δῄω
View word page
δηρότη<ς>
δηρότη<ς>· κακουργία, Hsch. (leg. δηϊότης).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δηρότη<ς>
Headword (normalized):
δηρότη<ς>
Headword (normalized/stripped):
δηροτη<ς>
IDX:
24503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24504
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δηρότη&lt;ς&gt;·</span> <span class="foreign greek">κακουργία,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">δηϊότης</span>).</div><br><br>'}