δήπου
δήπου, indef. Adv. (better written δή που)
A). perhaps, it may be, ᾧ δή που ἀδελφεὸν ἔκτανε : in Trag. and Att. usu. 24.736 doubtless, I presume, οὐ δήπου τλητόν Pr. 1064 ; τῶν Ααΐου δ. τις ὠνομάζετο OT 1042 , cf. Pl. 491 , 582 , , etc.; 1.121 ἴστε γὰρ δή που, μέμνησθε γὰρ δή που, , 2.25 19.113 , cf. 18.249 ; σχεδὸν ἴσμεν ἅπαντες δή που ; 3.9 οὐδεὶς ἀγνοεῖ δή που . 21.156