Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δημοῦχος
δημοφάγος
δημοφανής
δημόφαντος
δημοφθόρος
δημοφιλής
Δημοφῶν
δημοχαρής
δημοχαριστής
δημοχαριστικῶς
δημόω
δημώδης
δημώλης
δήμωμα
δημωφελής
δημωφελῶν
Δήν
δήν
δηναιός
δηναιότης
Δηναιών
View word page
δημόω
δημ-όω,
A). v. δημόομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δημόω
Headword (normalized):
δημόω
Headword (normalized/stripped):
δημοω
IDX:
24471
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24472
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δημ-όω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δημόομαι.</span> </div> </div><br><br>'}