Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δημοσώστης
δημοτελής
δημότερος
δημότερπής
δημοτεύομαι
δημότης
δημοικός
δημοῦχος
δημοφάγος
δημοφανής
δημόφαντος
δημοφθόρος
δημοφιλής
Δημοφῶν
δημοχαρής
δημοχαριστής
δημοχαριστικῶς
δημόω
δημώδης
δημώλης
δήμωμα
View word page
δημόφαντος
δημό-φαντος, ον, = foreg., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δημόφαντος
Headword (normalized):
δημόφαντος
Headword (normalized/stripped):
δημοφαντος
IDX:
24464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24465
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δημό-φαντος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}