Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δημοσσόος
δημοστροφέω
δημοσώστης
δημοτελής
δημότερος
δημότερπής
δημοτεύομαι
δημότης
δημοικός
δημοῦχος
δημοφάγος
δημοφανής
δημόφαντος
δημοφθόρος
δημοφιλής
Δημοφῶν
δημοχαρής
δημοχαριστής
δημοχαριστικῶς
δημόω
δημώδης
View word page
δημοφάγος
δημο-φάγος
[ᾰ]
,
ον
,
A).
=
δημοβόρος, τύραννος
Thgn.
1181
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δημοφάγος
Headword (normalized):
δημοφάγος
Headword (normalized/stripped):
δημοφαγος
IDX:
24462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24463
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δημο-φάγος</span> <span class="pron greek">[ᾰ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δημοβόρος, τύραννος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thgn.</span> 1181 </span>.</div> </div><br><br>'}