Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δημοσιουργία
δημοσιοφύλαξ
δημοσιόω
δημοσίωμα
δημοσιώνης
δημοσιωνία
δημοσιώνιον
δημοσίωσις
δημοσσόος
δημοστροφέω
δημοσώστης
δημοτελής
δημότερος
δημότερπής
δημοτεύομαι
δημότης
δημοικός
δημοῦχος
δημοφάγος
δημοφανής
δημόφαντος
View word page
δημοσώστης
δημο-σώστης
,
ου
,
ὁ
,
A).
saviour of the people,
IGRom.
3.67
(Prusias): fem.
δημο-σῶστις
,
βουλή
prob.l. in
Bayr.Sitzb.
1863.220
.
ShortDef
saviour of the people
Debugging
Headword:
δημοσώστης
Headword (normalized):
δημοσώστης
Headword (normalized/stripped):
δημοσωστης
IDX:
24454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24455
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δημο-σώστης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">saviour of the people,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IGRom.</span> 3.67 </span> (Prusias): fem. <span class="orth greek">δημο-σῶστις</span>, <span class="foreign greek">βουλή</span> prob.l. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Bayr.Sitzb.</span> 1863.220 </span>.</div> </div><br><br>'}