Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δημόσιος
δημοσιουργία
δημοσιοφύλαξ
δημοσιόω
δημοσίωμα
δημοσιώνης
δημοσιωνία
δημοσιώνιον
δημοσίωσις
δημοσσόος
δημοστροφέω
δημοσώστης
δημοτελής
δημότερος
δημότερπής
δημοτεύομαι
δημότης
δημοικός
δημοῦχος
δημοφάγος
δημοφανής
View word page
δημοστροφέω
δημο-στροφέω,
A). go about amongst the people, Hsch.


ShortDef

go about amongst the people

Debugging

Headword:
δημοστροφέω
Headword (normalized):
δημοστροφέω
Headword (normalized/stripped):
δημοστροφεω
IDX:
24453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24454
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δημο-στροφέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">go about amongst the people,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}