Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δημοσιεύω
δημοσιομάστης
δημοσιόπρακτος
δημόσιος
δημοσιουργία
δημοσιοφύλαξ
δημοσιόω
δημοσίωμα
δημοσιώνης
δημοσιωνία
δημοσιώνιον
δημοσίωσις
δημοσσόος
δημοστροφέω
δημοσώστης
δημοτελής
δημότερος
δημότερπής
δημοτεύομαι
δημότης
δημοικός
View word page
δημοσιώνιον
δημοσι-ώνιον
,
τό
,
A).
office of revenue-leases,
Plu.
2.820c
.
ShortDef
office of revenue-leases
Debugging
Headword:
δημοσιώνιον
Headword (normalized):
δημοσιώνιον
Headword (normalized/stripped):
δημοσιωνιον
IDX:
24450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24451
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δημοσι-ώνιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">office of revenue-leases,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.820c </span>.</div> </div><br><br>'}