Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αἱματοσταγής
αἱματουργός
αἱματοφλοιβοστάσιες
αἱματόφυρτος
αἱματοχαρής
αἱματόω
αἱματώδης
αἱματωπός
αἱμάτωσις
αἱματώψ
αἱμηπότης
αἱμηρός
αἰμίθεος
αἱμνίον
αἱμοβαρής
αἱμοβαφής
αἱμοβόρος
αἱμοβότος
αἱμοδαιτέω
αἱμόδιψος
αἱμοδόχος
View word page
αἱμηπότης
αἱμηπότης, , Ion. for αἱμοπότης, A.D. Adv. 189.10 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
αἱμηπότης
Headword (normalized):
αἱμηπότης
Headword (normalized/stripped):
αιμηποτης
IDX:
2444
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2445
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αἱμηπότης</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, Ion. for <span class="foreign greek">αἱμοπότης</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0082.tlg002:189:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0082.tlg002:189.10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.D.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Adv.</span> 189.10 </a>.</div><br><br>'}