Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δῆμος
δημός
Δημοσθένειος
Δημοσθενίζω
δημοσίᾳ
δημοσιεύω
δημοσιομάστης
δημοσιόπρακτος
δημόσιος
δημοσιουργία
δημοσιοφύλαξ
δημοσιόω
δημοσίωμα
δημοσιώνης
δημοσιωνία
δημοσιώνιον
δημοσίωσις
δημοσσόος
δημοστροφέω
δημοσώστης
δημοτελής
View word page
δημοσιοφύλαξ
δημοσιοφύλαξ [ῠ], Dor. δᾱμοσιο-, ακος, ,
A). treasury official, SIG 529.4 , 531.26 (Dyme, iii B. C.).


ShortDef

treasury official

Debugging

Headword:
δημοσιοφύλαξ
Headword (normalized):
δημοσιοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
δημοσιοφυλαξ
IDX:
24445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24446
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δημοσιοφύλαξ</span> <span class="foreign greek">[ῠ</span>], Dor. <span class="orth greek">δᾱμοσιο-</span>, <span class="itype greek">ακος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">treasury official</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">SIG</span> 529.4 </span>, <span class="bibl"> 531.26 </span> (Dyme, iii B. C.).</div> </div><br><br>'}