Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δημόομαι
δημοπίθηκος
δημοποίητος
δημόπρακτος
δημοπράτης
δημορριφής
δῆμος
δημός
Δημοσθένειος
Δημοσθενίζω
δημοσίᾳ
δημοσιεύω
δημοσιομάστης
δημοσιόπρακτος
δημόσιος
δημοσιουργία
δημοσιοφύλαξ
δημοσιόω
δημοσίωμα
δημοσιώνης
δημοσιωνία
View word page
δημοσίᾳ
δημοσίᾳ, Adv.,
A). v. δημόσιος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δημοσίᾳ
Headword (normalized):
δημοσίᾳ
Headword (normalized/stripped):
δημοσια
IDX:
24439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24440
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δημοσίᾳ</span>, Adv., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δημόσιος.</span> </div> </div><br><br>'}