Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δημοκοπικός
δημόκραντος
δημοκρατέομαι
δημοκρατία
δημοκρατίζω
δημοκρατικός
Δημοκρίτειοι
δημοκώκυτος
δημολάλητος
δημόλευστος
δημολογέω
δημολογικός
δημόομαι
δημοπίθηκος
δημοποίητος
δημόπρακτος
δημοπράτης
δημορριφής
δῆμος
δημός
Δημοσθένειος
View word page
δημολογέω
δημο-λογέω
,
A).
=
δημόομαι, μείλιχα δ.
AP
7.440
(
Leon.
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δημολογέω
Headword (normalized):
δημολογέω
Headword (normalized/stripped):
δημολογεω
IDX:
24427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24428
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δημο-λογέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δημόομαι, μείλιχα δ.</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 7.440 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Leon.</span></span>).</div> </div><br><br>'}