Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δημοδίωκτος
δημοεγερτής
δημοειδής
δημοθεές
δημόθεν
δημοθοινέω
δημοθοινία
δημόθροος
δημοκαλλίας
δημοκηδής
δημοκλίναρχος
δημόκοινος
δημοκόλαξ
δημοκοπέω
δημοκόπημα
δημοκοπία
δημοκοπικός
δημόκραντος
δημοκρατέομαι
δημοκρατία
δημοκρατίζω
View word page
δημοκλίναρχος
δημο-κλίναρχος
[ῑ]
,
ὁ
,
A).
president of a municipal religious association,
Arch.Pap.
1.417
(Talmis).
ShortDef
president of a municipal religious association
Debugging
Headword:
δημοκλίναρχος
Headword (normalized):
δημοκλίναρχος
Headword (normalized/stripped):
δημοκλιναρχος
IDX:
24411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24412
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δημο-κλίναρχος</span> <span class="pron greek">[ῑ]</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">president of a municipal religious association,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arch.Pap.</span> 1.417 </span> (Talmis).</div> </div><br><br>'}