Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δημοβόρος
δημογέρων
δημοδίωκτος
δημοεγερτής
δημοειδής
δημοθεές
δημόθεν
δημοθοινέω
δημοθοινία
δημόθροος
δημοκαλλίας
δημοκηδής
δημοκλίναρχος
δημόκοινος
δημοκόλαξ
δημοκοπέω
δημοκόπημα
δημοκοπία
δημοκοπικός
δημόκραντος
δημοκρατέομαι
View word page
δημοκαλλίας
δημο-καλλίας (-κας cod., but cf. καλλίας,
A). = πίθηκος )· τοὺς περὶ τὰ δημόσια ἀναστρέφοντας, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δημοκαλλίας
Headword (normalized):
δημοκαλλίας
Headword (normalized/stripped):
δημοκαλλιας
IDX:
24409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24410
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δημο-καλλίας</span> (<span class="foreign greek">-κας</span> cod., but cf. <span class="foreign greek">καλλίας,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πίθηκος</span> )<span class="foreign greek">· τοὺς περὶ τὰ δημόσια ἀναστρέφοντας,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}