Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δημιούργιον
δημιουργίς
δημιουργός
δημιώδης
δημιῶν
δημοαλῆ
δημοβόητος
δημοβορέω
δημοβόρος
δημογέρων
δημοδίωκτος
δημοεγερτής
δημοειδής
δημοθεές
δημόθεν
δημοθοινέω
δημοθοινία
δημόθροος
δημοκαλλίας
δημοκηδής
δημοκλίναρχος
View word page
δημοδίωκτος
δημο-δίωκτος [ῐ],
A). gloss on δημόσσοος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δημοδίωκτος
Headword (normalized):
δημοδίωκτος
Headword (normalized/stripped):
δημοδιωκτος
IDX:
24401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24402
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δημο-δίωκτος</span> <span class="foreign greek">[ῐ</span>], <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">δημόσσοος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}