Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δημιουργεῖον
δημιουργέω
δημιούργημα
δημιουργία
δημιουργικός
δημιούργιον
δημιουργίς
δημιουργός
δημιώδης
δημιῶν
δημοαλῆ
δημοβόητος
δημοβορέω
δημοβόρος
δημογέρων
δημοδίωκτος
δημοεγερτής
δημοειδής
δημοθεές
δημόθεν
δημοθοινέω
View word page
δημοαλῆ
δημοαλῆ· περιβόητον, Hsch. (leg. -λαλῆ, cf. δημολάλητος).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δημοαλῆ
Headword (normalized):
δημοαλῆ
Headword (normalized/stripped):
δημοαλη
IDX:
24396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24397
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δημοαλῆ·</span> <span class="foreign greek">περιβόητον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">-λαλῆ,</span> cf. <span class="foreign greek">δημολάλητος</span>).</div><br><br>'}