Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δήμιος
δημιουργεῖον
δημιουργέω
δημιούργημα
δημιουργία
δημιουργικός
δημιούργιον
δημιουργίς
δημιουργός
δημιώδης
δημιῶν
δημοαλῆ
δημοβόητος
δημοβορέω
δημοβόρος
δημογέρων
δημοδίωκτος
δημοεγερτής
δημοειδής
δημοθεές
δημόθεν
View word page
δημιῶν
δημιῶν· τὸν δῆμον διοικῶν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δημιῶν
Headword (normalized):
δημιῶν
Headword (normalized/stripped):
δημιων
IDX:
24395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24396
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δημιῶν·</span> <span class="foreign greek">τὸν δῆμον διοικῶν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}