Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δημιόπρατα
δήμιος
δημιουργεῖον
δημιουργέω
δημιούργημα
δημιουργία
δημιουργικός
δημιούργιον
δημιουργίς
δημιουργός
δημιώδης
δημιῶν
δημοαλῆ
δημοβόητος
δημοβορέω
δημοβόρος
δημογέρων
δημοδίωκτος
δημοεγερτής
δημοειδής
δημοθεές
View word page
δημιώδης
δημιώδης
,
ες
,
A).
=
δημώδης
,
Phld.
Mus.
p.27
K. (s. v. l.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δημιώδης
Headword (normalized):
δημιώδης
Headword (normalized/stripped):
δημιωδης
IDX:
24394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24395
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δημιώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δημώδης</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mus.</span> p.27 </span> K. (s. v. l.).</div> </div><br><br>'}