δημιούργιον
δημιούργ-ιον, Dor. δαμιόργιον or δημιουργ-ούργιον, τό,
A). office of the δημιουργοί, GDI 3502 (Cnidus, also δημιουργ-εῖον, τό, ib. 3501 ).
II). meeting of the δ., ἐν ἐννόμψ δαμιουργίψ SIG 830.3 (Delph., ii A. D.).