Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Δημήτηρ
Δημήτρειοι
Δημητριακός
Δημητριάς
Δημητριασταί
Δημήτριος
Δημητριών
δημίδιον
δημίζω
δημιοεργείη
δημιοεργός
δημιοπληθής
δημιόπρατα
δήμιος
δημιουργεῖον
δημιουργέω
δημιούργημα
δημιουργία
δημιουργικός
δημιούργιον
δημιουργίς
View word page
δημιοεργός
δημιο-εργός, όν, poet. for δημιουργός (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δημιοεργός
Headword (normalized):
δημιοεργός
Headword (normalized/stripped):
δημιοεργος
IDX:
24382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24383
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δημιο-εργός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, poet. for <span class="foreign greek">δημιουργός</span> (q. v.).</div><br><br>'}