Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δημεχθηλός
δημεχθής
δημηγερσία
δημηγορέω
δημηγορία
δημηγορικός
δημήγορος
δημηλασία
δημήλατος
Δημήτηρ
Δημήτρειοι
Δημητριακός
Δημητριάς
Δημητριασταί
Δημήτριος
Δημητριών
δημίδιον
δημίζω
δημιοεργείη
δημιοεργός
δημιοπληθής
View word page
Δημήτρειοι
Δημήτρειοι, οἱ, the
A). dead, Plu. 2.943b .


ShortDef

dead

Debugging

Headword:
Δημήτρειοι
Headword (normalized):
δημήτρειοι
Headword (normalized/stripped):
δημητρειοι
IDX:
24373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24374
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Δημήτρειοι</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, the <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dead,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.943b </span>.</div> </div><br><br>'}