Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δημαρχία
δημαρχικός
δήμαρχος
δηματρεύεσθαι
δημεραστέω
δημεραστής
δήμευσις
δημεύω
δημεχθηλός
δημεχθής
δημηγερσία
δημηγορέω
δημηγορία
δημηγορικός
δημήγορος
δημηλασία
δημήλατος
Δημήτηρ
Δημήτρειοι
Δημητριακός
Δημητριάς
View word page
δημηγερσία
δημηγερσία, ,
A). sedition, agitation, PFlor. 295.5 (vi A. D.); cf. δημοεγερτής.


ShortDef

sedition, agitation

Debugging

Headword:
δημηγερσία
Headword (normalized):
δημηγερσία
Headword (normalized/stripped):
δημηγερσια
IDX:
24365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24366
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δημηγερσία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sedition, agitation,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PFlor.</span> 295.5 </span> (vi A. D.); cf. <span class="foreign greek">δημοεγερτής.</span> </div> </div><br><br>'}