Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δημάρατος
δημαρχέω
δημαρχία
δημαρχικός
δήμαρχος
δηματρεύεσθαι
δημεραστέω
δημεραστής
δήμευσις
δημεύω
δημεχθηλός
δημεχθής
δημηγερσία
δημηγορέω
δημηγορία
δημηγορικός
δημήγορος
δημηλασία
δημήλατος
Δημήτηρ
Δημήτρειοι
View word page
δημεχθηλός
δημεχθηλός, όν, = sq., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δημεχθηλός
Headword (normalized):
δημεχθηλός
Headword (normalized/stripped):
δημεχθηλος
IDX:
24363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24364
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δημεχθηλός</span>, <span class="itype greek">όν</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}