Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δηλέομαι1
δηλέομαι2
δηληγατεύω
δηλήεις
δήλημα
δηλήμων
δήλησις
δηλητήρ
δηλητήριος
δηλητηριώδης
δήλιοι
Δήλιος
Δηλογενής
δήλομαι
δηλονότι
Δηλόπτης
Δῆλος
δῆλος
δηλοφανής
δηλόω
δήλωμα
View word page
δήλιοι
δήλιοι·
οἱ ἀδελφὰς γεγαμηκότες,
Hsch.
; cf.
ἀέλιοι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δήλιοι
Headword (normalized):
δήλιοι
Headword (normalized/stripped):
δηλιοι
IDX:
24332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24333
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δήλιοι·</span> <span class="foreign greek">οἱ ἀδελφὰς γεγαμηκότες,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">ἀέλιοι.</span> </div><br><br>'}