Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δηλαυγῶς
δηλέομαι1
δηλέομαι2
δηληγατεύω
δηλήεις
δήλημα
δηλήμων
δήλησις
δηλητήρ
δηλητήριος
δηλητηριώδης
δήλιοι
Δήλιος
Δηλογενής
δήλομαι
δηλονότι
Δηλόπτης
Δῆλος
δῆλος
δηλοφανής
δηλόω
View word page
δηλητηριώδης
δηλ-ητηριώδης
,
ες
,
A).
noxious,
Dav.
Proll.
32.26
.
ShortDef
noxious
Debugging
Headword:
δηλητηριώδης
Headword (normalized):
δηλητηριώδης
Headword (normalized/stripped):
δηλητηριωδης
IDX:
24331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24332
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δηλ-ητηριώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">noxious,</span> Dav.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Proll.</span> 32.26 </span>.</div> </div><br><br>'}