Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δηΐω
δηκτήριος
δήκτης
δηκτικός
δήκω
δηλαδή
δηλαίνουσι
δηλαϊστός
δηλαυγῶς
δηλέομαι1
δηλέομαι2
δηληγατεύω
δηλήεις
δήλημα
δηλήμων
δήλησις
δηλητήρ
δηλητήριος
δηλητηριώδης
δήλιοι
Δήλιος
View word page
δηλέομαι2
δηλέομαι
(B), only in fut. Pass.,
δηληθήσονται· θεωρηθήσονται,
Hsch.
ShortDef
to hurt, do a mischief to
[lexical cite]
Debugging
Headword:
δηλέομαι2
Headword (normalized):
δηλέομαι
Headword (normalized/stripped):
δηλεομαι2
IDX:
24323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24324
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δηλέομαι</span> (B), only in fut. Pass., <span class="foreign greek">δηληθήσονται· θεωρηθήσονται,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}