Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δηϊόω
δηϊφόβος
δηΐω
δηκτήριος
δήκτης
δηκτικός
δήκω
δηλαδή
δηλαίνουσι
δηλαϊστός
δηλαυγῶς
δηλέομαι1
δηλέομαι2
δηληγατεύω
δηλήεις
δήλημα
δηλήμων
δήλησις
δηλητήρ
δηλητήριος
δηλητηριώδης
View word page
δηλαυγῶς
δηλαυγῶς· ἄγαν φανερῶς, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δηλαυγῶς
Headword (normalized):
δηλαυγῶς
Headword (normalized/stripped):
δηλαυγως
IDX:
24321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24322
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δηλαυγῶς·</span> <span class="foreign greek">ἄγαν φανερῶς,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}