Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δηϊοτής
δηϊοῦσα
δηϊόω
δηϊφόβος
δηΐω
δηκτήριος
δήκτης
δηκτικός
δήκω
δηλαδή
δηλαίνουσι
δηλαϊστός
δηλαυγῶς
δηλέομαι1
δηλέομαι2
δηληγατεύω
δηλήεις
δήλημα
δηλήμων
δήλησις
δηλητήρ
View word page
δηλαίνουσι
δηλαίνουσι· παίζουσι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δηλαίνουσι
Headword (normalized):
δηλαίνουσι
Headword (normalized/stripped):
δηλαινουσι
IDX:
24319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24320
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δηλαίνουσι·</span> <span class="foreign greek">παίζουσι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}