Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

αἱμάτιον
αἱματίς
αἱματίτης
αἱματοδεκτικός
αἱματοδόχος
αἱματοειδής
αἱματόεις
αἱματολοιχός
αἱματοποιέω
αἱματοποιητικός
αἱματοποσία
αἱματοποτέω
αἱματοπώτης
αἱματορρόφος
αἱματόρρυτος
αἱματοσπόδητος
αἱματοσταγής
αἱματουργός
αἱματοφλοιβοστάσιες
αἱματόφυρτος
αἱματοχαρής
View word page
αἱματοποσία
αἱμᾰτο-ποσία or αἱμο-ποσία, ,
A). drinking of blood, Porph. ap. Stob. 1.49.53 .


ShortDef

drinking of blood

Debugging

Headword:
αἱματοποσία
Headword (normalized):
αἱματοποσία
Headword (normalized/stripped):
αιματοποσια
IDX:
2428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-2429
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">αἱμᾰτο-ποσία</span> or <span class="orth greek">αἱμο-ποσία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">drinking of blood</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Porph.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 1.49.53 </span>.</div> </div><br><br>'}