Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δευτεροστολιστής
δευτεροστρατηλαιανοί
δευτεροταγής
δευτεροτόκος
δευτερουργής
δευτερουργός
δευτεροῦχος
δευτερόφωνος
δευτεροχύται
δευτερόω
δευτερῳδέομαι
δευτέρωμα
δευτέρωσις
δευτήρ
δεύω1
δεύω2
δεφιδασταί
δέφυρα
δέφω
δεχάμματος
δεχάς
View word page
δευτερῳδέομαι
δευτερ-ῳδέομαι, δευτερ-ῳδία,
A). v. δευτεροδέομαι, -οδία.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δευτερῳδέομαι
Headword (normalized):
δευτερῳδέομαι
Headword (normalized/stripped):
δευτερωδεομαι
IDX:
24272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24273
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δευτερ-ῳδέομαι</span>, <span class="orth greek">δευτερ-ῳδία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δευτεροδέομαι, -οδία.</span> </div> </div><br><br>'}