Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δευτερόλεπτον
δευτερολογέω
δευτερολογία
δευτερολόγος
δευτερονόμιον
δευτεροπάθεια
δευτερόποτμος
δευτερόπρωτον
δεύτερος
δευτεροστάτης
δευτεροστολιστής
δευτεροστρατηλαιανοί
δευτεροταγής
δευτεροτόκος
δευτερουργής
δευτερουργός
δευτεροῦχος
δευτερόφωνος
δευτεροχύται
δευτερόω
δευτερῳδέομαι
View word page
δευτεροστολιστής
δευτερο-στολιστής, οῦ, , στολιστής (q. v.)
A). of the second class, PTeb. 313.5 (iii A. D.).


ShortDef

of the second class

Debugging

Headword:
δευτεροστολιστής
Headword (normalized):
δευτεροστολιστής
Headword (normalized/stripped):
δευτεροστολιστης
IDX:
24262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24263
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δευτερο-στολιστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span> <span class="foreign greek">, στολιστής</span> (q. v.) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of the second class,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PTeb.</span> 313.5 </span> (iii A. D.).</div> </div><br><br>'}